- λεβέντης
- οθηλ. -ισσα (λ. τουρκ.), ωραίος και ευθυτενής, παλικάρι, γενναίος: Οι λεβέντες πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεβέντης — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 12 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 28 χλμ. ΒΑ της πόλης της Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελλησπόντου. II Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών. 1. Γεώργιος (Καρακοβούνι… … Dictionary of Greek
Λεβέντης, Αναστάσιος — (Κύπρος 1902 – 1978). Κύπριος οικονομολόγος και εθνικός ευεργέτης. Ξεκίνησε τη δράση του στη δυτική Αφρική, ιδρύοντας έναν από τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους της περιοχής. Από το 1966 διετέλεσε επίτιμος πρεσβευτής και μόνιμος… … Dictionary of Greek
Λεβέντης, Γεώργιος — (Κορακοβούνι Κυνουρίας 1790 – Αθήνα 1847). Φιλικός και αγωνιστής του 1821. Μεγάλωσε και μαθήτευσε στην Ύδρα και από το 1805 συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Μολδαβία. Το 1812 διορίστηκε διερμηνέας στα ρωσικά προξενεία του Ιασίου και του… … Dictionary of Greek
Олимпиос, Георгакис — Георгакис Олимпиос Георгакис Николау Олимпиос (Георгакис Олимпиос, Олимбиоти (Олимпиот) Иордаки (Георгаки)[1], греч. Γεωργάκης Νικολάου Ολύμπιος, рум. Iordache O … Википедия
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek
Vassilis Leventis — (Greek: Βασίλης or Βασίλειος Λεβέντης; born 1951, Messinia, Greece) is a Greek politician, leader of the Greek centrist party, Union of Centrists ( el. Ένωση Κεντρώων). Vassilis Leventis is the fourth child of Apostolos and Gregoria Leventis.… … Wikipedia
Kozani — Gemeinde Kozani Δήμος Κοζάνης (Κοζάνη) … Deutsch Wikipedia
Фармакис, Яннис — Яннис Фармакис греч. Ιωάννης Φαρμάκης … Википедия
ασίκης — ισσα, ικο 1. ο αγαπητικός, ο εραστής 2. νέος με ωραία εμφάνιση, ο εύσωμος, ο λεβέντης 3. ο γενναίος 4. ο κομψός 5. ο γενναιόδωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. așik «εραστής»] … Dictionary of Greek
λεβέντικος — η, ο [λεβέντης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε λεβέντη, ωραίος, αρρενωπός, ευσταλής («λεβέντικος χορός»). επίρρ... λεβέντικα (Μ λεβέντικα) νεοελλ. με λεβεντιά μσν. σαν Τούρκος πεζοναύτης … Dictionary of Greek